- τισιγίτης
- ὁ, Αδοχείο, αγγείο, σκεύος («τισιγίτης ἀργυροῡς εἰς», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τισιγίτης — utensil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)